ἀλλοπρόσαλλοι

ἀλλοπρόσαλλοι
ἀλλοπρόσαλλος
leaning first to one side
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • (η)μέρα — η 1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση του: Η ημέρα το καλοκαίρι διαρκεί περισσότερο από ό,τι το χειμώνα. 2. ο χρόνος που χρειάζεται η Γη να κάνει μια περιστροφή γύρω από τον άξονά της, το εικοσιτετράωρο: Το ταξίδι κράτησε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”